αγιωτικός

αγιωτικός
-ή, -ό
αγιασμένος· το ουδ. στον πληθ., τα αγιωτικά περιληπτική ονομασία κάθε αντικειμένου σχετικού με τη λατρεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγιωτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγίους και γενικότερα στη θρησκεία 2. ευσεβής, ενάρετος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα αγιωτικά α) οτιδήποτε σχετίζεται με τη θρησκεία β) θεραπευτικά μέσα διαφόρων ασθενειών με τη χρησιμοποίηση… …   Dictionary of Greek

  • αγιωτικά — τα βλ. αγιωτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”